-
1 παλύνω
παλύνω, streuen, aufstreuen; ἄλφιτα, Mehl aufstreuen, Il. 18, 560 Od. 10, 520. 11, 28. 14, 77; – bestreuen, ἀλφίτου ἀκτῇ, mit Mehl bestreuen, Od. 14, 429, beim Opfer gebräuchlich; χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας, Schnee bestreu'te die Gefilde, Il. 10, 7, wie Ap. Rh. νιφετῷ δ' ἐπαλύνετο πάντα, 3, 69; νιφάδεσσι παλυνομένη ὄρνις, Alph. 12 (IX, 95); κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας, Soph. Ant. 247; χἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται, Theocr. 4, 28; παλύνας ἰξῷ, bestreichen, Ep. ad. 173 (X, 11).
-
2 παλυνω
1) сыпать, насыпать(ἄλφιτα λευκά Hom.; κόνιν ἐπὴ χρωτί Soph.)
π. ἀλφίτου ἀκτῇ Hom. — посыпать (свиную тушу) зернистой мукой2) покрывать(χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Hom.; καλαμῖδα ἰξῷ Anth.; εὐρῶτι παλύνεσθαι Theocr.)
-
3 παλύνω
A strew, sprinkle, λεύκ' ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον (i.e. sprinkled in water, expld. by Sch. ἔμασσον, ἔφυρον) Il.18.560;ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν Od.10.520
, cf. 11.28, etc.;τι ἐπί τινι S.Ant. 247
.II bestrew, besprinkle, with dat. of the thing sprinkled,παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od. 14.429
:—[voice] Pass.,ἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται Theoc.4.28
.2 of liquids,κάρην ἱδρῶτι παλῦναι D.P.1049
. -
4 παλύνω
παλύνω, streuen, aufstreuen; ἄλφιτα, Mehl aufstreuen; bestreuen, ἀλφίτου ἀκτῇ, mit Mehl bestreuen, beim Opfer gebräuchlich; χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας, Schnee bestreute die Gefilde; παλύνας ἰξῷ, bestreichen
См. также в других словарях:
παλύνω — (Α) 1. επιτάσσω, πασπαλίζω με κάτι («διψίαν κόνιν παλύνας», Σοφ.) 2. ραντίζω κάτι με υγρό («κάρην ἱδρῶτι παλῡναι», Δίον. Περ.) 3. αλείφω, χρίω 4. (για το χιόνι) καλύπτω ελαφρά («χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (ΙΙ) «λεπτό… … Dictionary of Greek